βουρτσάκι

βουρτσάκι
τό
1) маленькая щётка, щёточка; 2) зубная щётка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "βουρτσάκι" в других словарях:

  • βουρτσάκι — το μικρή βούρτσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρωστηρίδιο — το, Ν 1. μικρός χρωστήρας, βουρτσάκι 2. ζωολ. παλαιότερη λόγια ονομασία τού γένους ασκομυκήτων πενικίλ(λ)ιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρωστήρας + υποκορ. κατάλ. ίδιο (πρβλ. σφαιρ ίδιο)] …   Dictionary of Greek

  • ψηκτρίον — τὸ, Α [ψήκτρα] υποκορ. μικρή ψήκτρα, βουρτσάκι …   Dictionary of Greek

  • πινέλο — το (λ. ιταλ.) 1. μικρό βουρτσάκι, κατάλληλο για βάψιμο, χρωστήρας. 2. ειδική βούρτσα για το ξύρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»